-
1 πρό-θυμα
πρό-θυμα, τό, Voropfer; Eur. I. A. 1311; Ar. Plut. 660, wo der Schol. erkl. προκατάργματα ἢ τὰ πρὸ τῆς ϑυσίας γενόμενα ϑυμιάματα ἢ πλακούντια.
1 πρό-θυμα
πρό-θυμα, τό, Voropfer; Eur. I. A. 1311; Ar. Plut. 660, wo der Schol. erkl. προκατάργματα ἢ τὰ πρὸ τῆς ϑυσίας γενόμενα ϑυμιάματα ἢ πλακούντια.